Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Οι νεράϊδες των ποταμών

Νύμφες - Από την ελληνική μυθολογία

Στη μικρή κοινωνία του χωριού μου (Οξυά Καστοριάς) 18 χλμ από την πόλη της Καστοριάς, ανάμεσα σε δυο αντερίσματα της κορυφής του Βιτσίου, προτάσσουμε του κυρίου ονόματος των ηλικιωμένων τη λέξη μπάρμπας. Ένας απ΄ αυτούς ήταν και ο μπαρμπα-Αργύρης. Τον θυμάμαι στα τέλη της δεκαετίας του 1950 να μένει μόνος στο τελευταίο σπίτι, στην άκρη του χωριού, εκεί που αρχίζει η ανωφέρεια ενός γυμνού λόφου. Ο γιός του σκοτώθηκε ως αντάριν (αντάρτης), έτσι τους αποκαλούσε ο ίδιος, την τελευταία ημέρα του Αυγούστου του 1949, λίγους μήνες μετά το κλείσιμο των συνόρων από το Τίτο για τους άλλοτε συντρόφους του, όταν ο Ζαχαριάδης εξακόντισε το σύνθημα: τα όπλα παρά πόδας· δεν διέφυγε τα κυβερνητικά πυρά των αεροπλάνων στο ακάλυπτο πεδίο των Πρεσπών. Δεν ακολούθησε την κόρη του, όπως η συμβία του, που έλεγε, αν είναι να σκοτωθείς ας σκoτωθούμε μαζί. Δεν γνώριζε τη φράση «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος» γιατί αυτά γράφονταν στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» που δεν έφτανε βέβαια στη Καστοριά. Εξάλλου μέσα στον ορυμαγδό των πολεμικών γεγονότων και στην αγωνία του για το αύριο, υποθέτω σήμερα, δεν του περνούσε καθόλου από το μυαλό του.
Ο Μπαρμπα-Αργύρης προσπαθούσε να επιζήσει κάνοντας τις ελάχιστες αγροτικές δουλιές του με μόνο σύντροφο ένα πράο γαϊδουράκι πότε κουβαλώντας κοπριές μέσα σε δύο κοφίνια και τις φθινοπωρινές μέρες μεταφέροντας ξύλα για τις ανάγκες του βαρύ χειμώνα και πότε κάλυκες σφαιρών που ήταν διάσπαρτες στα πεδία των μαχών του Βιτσίου μια και ήταν περιζήτητες από τους γανωτές της διπλανής πόλης. Μια μέρα όμως περνώντας το ποτάμι, κοντά στο νερόμυλο, έπεσε από το σαμάρι του γαϊδαριού αναίσθητος στα ρηχά νερά. Τον φέρανε λιπόθυμο στο σπίτι του. Οι γριούλες κάθε τόσο λέγανε τον χτύπησε νεράιδα και ανασήκωναν τα χέρια τους στο ουρανό και κάτι ακαταλαβίστικα ψιθύριζαν. Ο Μπαρμπα-Αργύρης συνήλθε· μετά από χρόνια κατάλαβα ότι έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο που απλά του άφησε μια δυσμορφία στο δεξί του μάτι.

* Η οβίδα που έγινε ανθοδοχείο
Ελίχρυσος

Παίζαμε τακτικά στο ευρύχωρο αλώνι του σπιτού του· μερικές φορές τον βοηθούσαμε να κατεβάσει τα κοφίνια με τις πατάτες και κάποτε μας έδινε σταφίδες που τις είχε πάνω στην ογκνίστρα του τζακιού του. Δίπλα μια λάμπα πετρελαίου και στο μέσο ένα αξιοπρόσεκτο ανθοδοχείο: το κάτω μέρος μιας οβίδας αναστραμμένο με την εντυπωσιακή φτερωτή βαμμένη με μπογιά από τους σβώλους της κάπνας του τζακιού του, όπως βάφαμε στο σχολείο τους μαυροπίνακες ανακατώνοντάς τους με τρεις έως πέντε κρόκους αυγών, ανάλογα με την επιφάνεια του πίνακα. Είχε αφήσει τα ασταφτερά καψύλια να λαμποκοπούν και όλο το υπόλοιπο σώμα της οβίδας το είχε ασπρίσει με ασβέστη. Μια φορά το χρόνο, το φθινόπωρο, τότε που κουβαλούσε τα ξύλα, έκοβε από το δάσος το αμάραντο βοτάνι της Παναγιάς, (ελίχρυσος), έκαμε μια τούφα από τα κιτρινωπά αυτά χρυσαφένια λουλούδια και τα τοποθετούσε μέσα και έτσι τα συνταίριαζε με τα χρυσωπά καψύλια. Να όμως, όπως περιπλανιόμασταν βρήκαμε εκεί κοντά μέσα σε βατσινιές μια τέτοια άθικτη οβίδα που ρίχνανε τα αεροπλάνα. Όπως φαίνεται, όταν πέφτανε σε συστάδα φύλλων δεν προσέκρουαν τα καψύλια σε στέρεο σώμα και αλλάζοντας πορεία έπεφταν μαλακά στο έδαφος. Την πήραμε και πήγαμε στο υπόστεγο του αλωνιού του μια και ήταν κοντά. Βαλθήκαμε να την αποσυναρμολογήσουμε. Στη μέση διακρίνονταν η γραμμή συναρμολόγησης του πανω μέρους του εκρηκτικού μηχανισμού, όπως αντιλαμβάνομαι σήμερα. Εμείς θέλαμε το κάτω μέρος του πυροδοτικού μηχανισμού. Μαζέψαμε τα απαραίτητα σύνεργα: σύρμα και καρφιά, μικρότερα και μεγαλύτερα μέχρι και περόνια. Την ανοίξαμε λίγο και είδαμε τα κόκκινα και κίτρινα καλώδια. Δεν συνεχίσαμε, γιατί ακριβώς τότε ο μπαρμπα-Αργύρης βγήκε από την πόρτα του σπιτιού του, μας την πήρε με προσοχή απειλώντας μας ότι θα το έλεγε το δάσκαλο.

* To ξέξασπρο κρανίο ή Ουαί τοις ηττημένοις

Ντάλα μεσημέρι κάποια μέρα του Ιουλίου του 195. αντικρίσαμε στο πρανές που ορθώνονταν μπροστά μας κάτι σαν στρόγγυλη μπάλα να εκπέμπει κάτι σαν φώσφορο. Τρέξαμε και είδαμε ένα ανθρώπινο κρανίο. Το κατεβάσαμε στο πεπλατυσμένο μέρος του ποταμού όπου περνούσαμε τις ώρες μας. Κεφάλι αντάρτη είπε κάποιος μεγαλύτερός μας και κάποιος άλλος πρόσθεσε τους στρατιώτες τους θάβανε· έχω πάει στη Καστοριά και είδα τα στρατιωτικά νεκροταφεία με μιλιούνια σταυρούς. Αρχίσαμε να το κλοτσάμε και σε λίγο στήσαμε εστίες από πέτρες. Αργότερα το έμαθα και λατινιστί Vae Victis. Πανταχού παρών ο μπάρμπα-Αργύρης που εκείνη την θερμή καλοκαιρινή μέρα επέστρεφε στο σπίτι του για ξεκούραση. Αιφνιδιάστηκε και οργίλος μας είπε: αυτά μαθαίνετε στο σχολείο σας. Τους νεκρούς τους σεβόμαστε. Το πήρε υπό μάλης και μάλλον το έθαψε, δεν ξέρω πότε. Ίσως και ο γιος του, Θωμάς, που σκοτώθηκε από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς στα ανοικτά πεδία των Πρεσπών μέσα σ΄ όλο εκείνο τον ορυμαγδό και πανικό να φτάσουν σε αλβανικό έδαφος να έμεινε και εκείνος άταφος. Για όλους εκείνους που βίωσαν τους βομβαρδισμούς είναι βέβαιο ότι αναθεμάτιζαν το τότε Τίτο της Γιουγκοσλαβίας για το κλείσιμο των συνόρων. Το περίεργο όμως είναι ότι γρήγορα ξεχάσανε, γιατί στην πρόσκληση του Τίτο των απανταχού μαχητών και συντρόφων που είχαν διαφύγει στις Ανατολικές χώρες αρκετοί ανταποκρίθηκαν, αντί πινακίου φακής, για την σύσταση του τότε Ομόσπονδου κρατιδίου της «Μακεδονίας».

Το λήμμα της Βικιπαίδειας  Ουαί τοις ηττημένοις είναι δικής μου σύνταξης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου